κοντάκιο

κοντάκιο
Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία ήταν γραμμένη και στις δύο όψεις της. Στην εκκλησιαστική υμνογραφία το κ. αποτελεί είδος ύμνου, το οποίο πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Συρία και χρησιμοποιήθηκε στη χριστιανική λατρεία πριν από την περίοδο της εικονομαχίας. Αποτελείται από το προοίμιο και τους οίκους, ο αριθμός των οποίων δεν είναι καθορισμένος. Τα κ. ψάλλονταν κατά την ακολουθία του όρθρου από τον ψάλτη, ενώ οι πιστοί επαναλάμβαναν τις επωδούς· σήμερα ψάλλεται μόνο από τον ψάλτη. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι το μοναδικό κ. που ψάλλεται ολόκληρο (Χαιρετισμοί). Επίσης υπάρχουν χαιρετισμοί, απομίμηση του Ακάθιστου Ύμνου και για διάφορους αγίους. Πολλά από τα πιο αξιόλογα κ. αποδίδονται στον Ρωμανό τον Μελωδό (5ος αι.), ιδιαίτερα εκείνο το οποίο υμνεί τη γέννηση του Χριστού.
* * *
το (Μ κοντάκιον)
1. μικρό ξύλινο ραβδί
2. (λειτουργ.) το ειλητάριο που περιέχει τη θεία λειτουργία
3. (υμνογρ.) υμνογραφικό είδος της εκκλησιαστικής ποίησης που αναπτύχθηκε κατά τον 6ο και 7ο αιώνα και το οποίο αποτελείται από το προοίμιο και από αρκετά τροπάρια που λέγονται οίκοι, χαρακτηρίζεται ως λυρικό εγκώμιο με διδακτικό σκοπό και περιέχει το ιστορικό εγκώμιο τού εορταζόμενου αγίου
νεοελλ.
το κοντάκι τών όπλων
μσν.
1. μικρό κυλινδρικό ξύλο γύρω από το οποίο τυλιγόταν ο πάπυρος επίσημου εγγράφου
2. το ίδιο το περιτυλιγμένο έγγραφο
3. τμήμα βιβλίου που υποδιαιρείται σε κεφάλαια
4. δοκίμιο, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνταξ, -α-κ-ος «κοντάρι» + υποκορ. κατάλ. -ιον. Η σημ. «εκκλησιαστικό άσμα» από το ξύλο στο οποίο τύλιγαν τον πάπυρο με το κείμενο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… …   Dictionary of Greek

  • ειλητάριο — Μακρόστενη λωρίδα περγαμηνής, που τυλιγόταν γύρω από ένα στρογγυλό ξύλο, τον κοντό (γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο). Στις δύο όψεις της γραφόταν το κείμενο της Θείας Λειτουργίας. Τα ε. χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον 11ο έως τον 15o αι.… …   Dictionary of Greek

  • κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… …   Dictionary of Greek

  • ξεκοντακιάζω — κάνω κάτι μέχρι το σημείο που δεν είναι ανεκτό, ωθώ τα πράγματα πέρα από τα όρια ανοχής, τό παρακάνω («είπαμε να διασκεδάσεις μα εσύ τό ξεκοντάκιασες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κοντάκι(ον) «πλήγμα με κοντάκιο όπλου»] …   Dictionary of Greek

  • ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”